φύρῃ

φύρῃ
φύ̱ρῃ , φύρω
mix
aor subj mid 2nd sg
φύ̱ρῃ , φύρω
mix
aor subj act 3rd sg
φύ̱ρῃ , φύρω
mix
pres subj mp 2nd sg
φύ̱ρῃ , φύρω
mix
pres ind mp 2nd sg
φύ̱ρῃ , φύρω
mix
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”